- καζανιάζω
- μετ. закладывать в котёл
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καζανιάζω — [καζάνι] βάζω κάτι στο καζάνι για βράσιμο ή απόσταξη («καζανιάζω τα τσίπουρα») … Dictionary of Greek
καζανιάζω — ιασα, ιάστηκα, καζανιασμένος, μτβ., βάζω κάτι στο καζάνι για βράση ή απόσταξη: Καζανιάσαμε τα τσίπουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαζάνιαστος — η, ο [καζανιάζω] αυτός που δεν μπήκε σε καζάνι, σε λέβητα, αυτός που δεν έβρασε «ακαζάνιαστα τσίπουρα», τα τσίπουρα που δεν μπήκαν σε καζάνι για απόσταξη … Dictionary of Greek